
«Μ’ αρέσει πολύ να διαφοροποιούμαι. Δεν μου αρέσουν τα συμβατικά πράγματα. Μ’ αρέσει η θεατρικότητα. Θέλω να «πειράζω» τις λεπτομέρειες. Μου αρέσει το παπούτσι να έχει σύγχρονο χαρακτήρα, φερμένο στα ελληνικά δεδομένα…»
Συνέντευξη στον Λευτέρη Παπαστεργίου
«Δεν ξέρω ποιος εφεύρε τα ψηλά τακούνια, αλλά όλοι οι άντρες του οφείλουν πολλά». Ανάμεσα στις τόσες ατάκες που συντηρούν τον μύθο της Μέριλιν Μονρόε, ως το απόλυτο θηλυκό, είναι αυτή, νομίζω, η πλέον κατάλληλη που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει το μαγικό κλειδί, ώστε να εισχωρήσει κάποιος σε έναν περίεργο κόσμο των γυναικών. Τι είναι λοιπόν το γυναικείο παπούτσι, πέρα από το χρηστικό του αντικειμένου; Γιατί έχουν γραφτεί γι’ αυτό, από παιδικά παραμύθια μέχρι υπέροχους στίχους και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών; Γιατί φτάνει να αποτελεί «φετίχ» για τις περισσότερες γυναίκες, αλλά και για πολλούς άντρες;
Ανηφορίζω την Κούμα. Με περιμένει ο Αντώνης Σιδέρης, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, ακριβώς πάνω σ’ αυτό: στο γυναικείο παπούτσι. Ο ίδιος, δεν είναι ένας απλός πωλητής γυναικείου παπουτσιού. Είναι και σχεδιαστής και δημιουργός. Εμπνέεται και αποτυπώνει τις εμπνεύσεις του αυτές, πάνω στο γυναικείο πόδι. Με ένα ποτήρι παγωμένη βότκα, ξεκινάμε την κουβέντα για ένα αντικείμενο πραγματικά λατρευτό.
Πως ξεκίνησαν όλα;
Ο πατέρας μου διατηρούσε μαγαζί με γυναικεία παπούτσια. Εγώ, από ηλικία 22 χρονών, ξεκίνησα να κάνω το ίδιο. Ήταν Ιούνιος του 1992, όταν εδώ μέσα, σ’ αυτό το μαγαζί ανακάλυψα το παραμύθι μου. Απέρριψα κάποιες σκέψεις για σπουδές σε άσχετα αντικείμενα γιατί αντιλαμβανόμουν πως δεν ήταν αυτό που με γέμιζε. Και καλά έκανα! Μέχρι σήμερα, όσο σκληρή κι αν είναι η πραγματικότητα, εγώ συνεχίζω να ζω το παραμύθι μου…
Όλοι οι άντρες έχουν στο μυαλό τους πως θα βγάλουν από το πόδι μιας γυναίκας το παπούτσι. Εσύ, το αντίθετο…
(Γελάει) Το γυναικείο παπούτσι είναι ένα έργο. Ένα έργο τέχνης. Έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ, και έτσι το αντιλαμβάνονται πολλές γυναίκες αλλά και άντρες…
Τι σου αρέσει σχεδιάζοντας ένα γυναικείο παπούτσι;
Μ’ αρέσει πολύ να διαφοροποιούμαι. Δεν μου αρέσουν τα συμβατικά πράγματα. Μ’ αρέσει η θεατρικότητα. Θέλω να «πειράζω» τις λεπτομέρειες. Μου αρέσει το παπούτσι να έχει σύγχρονο χαρακτήρα, φερμένο στα ελληνικά δεδομένα…
Πόσο εύκολο είναι αυτό;
Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, πλέον, είναι εύκολο. Φυσικά, είναι άλλο να στήνεις μια βιτρίνα σε ένα μαγαζί στο Μιλάνο ή στο Παρίσι και άλλο στη Λάρισα. Ωστόσο πλέον μπορείς να κάνεις μόδα και στην Ελλάδα και στη Λάρισα. Τη δουλειά μου την βλέπουν παντού και έχω πελάτες παντού.
Ποια η έμπνευσή σου;
Σαφώς και παρακολουθώ τις τάσεις της μόδας. Ξέρω για παράδειγμα αυτή τη στιγμή τι θα «παίξει» τον προσεχή χειμώνα. Από κει και πέρα, έμπνευση μπορεί να είναι οτιδήποτε. Ένα μουσικό κομμάτι που θα με ταξιδέψει, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια όμορφη κοπέλα που είναι ωραία ντυμένη και περπατά στο δρόμο…
Ενώ οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερα αξεσουάρ από τον άντρα, όσον αφορά το ντύσιμο και την εμφάνισή τους, ωστόσο το παπούτσι αποτελεί γι’ αυτές κάτι σαν ιεροτελεστία. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Και ο άντρας έχει αξεσουάρ. Αρκετά. Τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ βέβαια τείνουν να εξαλειφθούν (γελάει), ωστόσο υπάρχουν. Στη γυναίκα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το παπούτσι από προϊόν ανάγκης σιγά-σιγά μετεξελίχθηκε σε αντικείμενο προσδιορισμού του κοινωνικού της στάτους. Επιπλέον έχει σημειωθεί μια εντυπωσιακή εξέλιξη σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γυναικεία ομορφιά». Η γυναίκα σήμερα προσέχει. Σκέψου. Κάποια χρόνια πριν, μια γυναίκα στα πενήντα της θεωρούταν «τελειωμένη» και η ίδια «παρατημένη». Σήμερα μπορεί να συναντήσεις στο δρόμο μια γυναίκα πενήντα ετών και να μείνεις με το στόμα ανοιχτό. Μια γόβα είναι πάντα στο μυαλό μιας γυναίκας, ανεξαρτήτως ηλικίας. Το συναντώ αυτό και στο μαγαζί…
Πες μου μερικά περιστατικά που σου έχουν μείνει, από πελάτισσες ή από πελάτες, όλα αυτά τα χρόνια, μέσα στο μαγαζί.
Θυμάμαι, με λύπη στο λέω, κάποια πελάτισσα να μου λέει σοβαρά πως θα μου κάνει μήνυση, επειδή είχε βρει, σύμφωνα με τη δική της οπτική γωνία, μια ατέλεια σε ένα χειροποίητο παπούτσι μου. Της εξήγησα πως από τη στιγμή που ήταν χειροποίητο, αυτό που έβλεπε, ήταν το φυσιολογικό. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Μακάρι, και στο λέω ειλικρινά, οι άνθρωποι να πρόσεχαν τέτοιου είδους λεπτομέρειες και στην καθημερινή τους ζωή. Στον τρόπο ζωής τους, στους δρόμους, στο πολιτικό σύστημα. Νομίζω πως όλα θα ήταν διαφορετικά. Θυμάμαι επίσης, κάποια άλλη πελάτισσα, να μου λέει «δώσε μου σε παρακαλώ τα παπούτσια χωρίς κουτί γιατί θα φωνάζει ο άντρας μου. Δεν έχουμε που να βάλουμε τόσα κουτιά…». Ιστορίες πολλές…
Δυσκολίες;
Πολλές. Η μεγαλύτερη είναι πως όσοι ασχολούμαστε στην Ελλάδα με τη μόδα, είτε αυτό λέγεται ρούχο, είτε κόσμημα, είτε παπούτσι, είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στο εξωτερικό γιατί εκεί υπάρχουν οι πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε. Αυτό είναι ένα πρόβλημα.
Όνειρο;
Να είμαι καλά για να μπορέσω να συνεχίσω αυτό που κάνω στην πόλη μου. Τα καλύτερα έρχονται.
Με αυτή του την τελευταία κουβέντα, χωρίς να το θέλει, ο Αντώνης με φρενάρει για οποιαδήποτε κουβέντα έχει να κάνει με την κρίση και την αγορά. Έχει άποψη και το ξέρω. Ωστόσο δεν έχει νόημα να αναπαράγουμε τα ίδια και τα ίδια. Καλύτερα να τελειώσουμε αισιόδοξα, Ή μάλλον, καλύτερα να τελειώσουμε με ένα μικρό κείμενο από το βιβλίο της Paola Jaccobi «Αυτά τα παπούτσια τα θέλω», το οποίο μου δίνει να ρίξω μια ματιά, γεμίζοντας μου το ποτήρι με λίγη ακόμη παγωμένη βότκα. «Πάνω απ’ όλα οι γυναίκες μιλούν με τα παπούτσια τους για σεξ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ο φετιχιστής ηθογράφος Νάνι Μορέτι και πολύ λιγότερο ο ανθρωπολόγος Ντέσμοντ Μόρρις για να ερμηνεύσει τα διαφορετικά μηνύματα που στέλνει μια γυναίκα που φορά αθόρυβα μοκασίνια με σόλα από καουτσούκ και μια που φορά ένα ζευγάρι φανταχτερές γόβες στιλέτο…».