
«Νομίζω ότι από τότε που ήρθε η κρίση, ξεκαθάρισε λίγο το τοπίο όσον αφορά στο ποιοι εν τέλει είναι αυτοί που θέλουν να κάνουν πραγματικά σινεμά και ποιοι απλώς είχαν βρει ένα χώρο για να παίρνουν λεφτά. Γι′ αυτό έχει πάρει και μια καλή ροή το ελληνικό σινεμά προς τα έξω, γιατί οι νέοι έχουν την ανάγκη να μιλήσουν για καταστάσεις και πράγματα που τους απασχολούν κι έχουν βρει κι ένα ύφος που γοητεύει τους ξένους. Έχει γίνει πιο ευρωπαϊκός ο ελληνικός κινηματογράφος»
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Καρυδάκη
Πέντε χρόνια μετά το «Whithout», το οποίο απέσπασε 7 κρατικά βραβεία, αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες, ο Λαρισαίος Αλέξανδρος Αβρανάς επανήλθε με τη «Miss Violence» κατευθείαν στο Φεστιβάλ Βενετίας. Εκεί, η ταινία του κέρδισε τέσσερα σημαντικά βραβεία, κάτι που γίνεται πολύ σπάνια, κι έγινε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της χρονιάς που πέρασε. Αυτό τον καιρό σκηνοθετεί την παράσταση «Gagarin way», μια μαύρη κωμωδία στο θέατρο Βασιλάκου στην Αθήνα, ενώ ετοιμάζει τις επόμενες ταινίες του, μία για την κρίση και μία για την τρομοκρατία στην Ελλάδα. Προσγειωμένος, προσηλωμένος, ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Είναι ένας νέος της εποχής του. Ένας νέος που αγωνίζεται, που ελπίζει, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο αναλαμβάνοντας την προσωπική του ευθύνη, κάνοντας αυτό που μπορεί και ξέρει καλύτερα: σινεμά.
Πώς είστε αυτό τον καιρό;
Είμαι λίγο κουρασμένος. Κάνω πολλές πρόβες για το θέατρο.
Ανεβάζετε μια μαύρη κωμωδία;
Χμ, κωμωδία… ε, κωμωδία θεωρείται… το «Gagarin way», ενός Σκοτσέζου συγγραφέα, του Γκρέγκορι Μπερκ.
Μιλάει για την επανάσταση που δεν έρχεται;
Κάπως έτσι. Μιλάει για την πολιτική κατάσταση που ίσχυε στη Σκοτία, ισχύει στην Ελλάδα και την Ευρώπη, για την αριστερά με τις παλιές ιδεολογίες που πρέπει να βρει νέο αίμα και το κατεστημένο το οποίο ξέρει την αλήθεια αλλά δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τον απλό κόσμο, για το λαό. Παρουσιάζει δύο φίλους που αποφασίζουν να επαναστατήσουν κατά του συστήματος. Οργανώνουν λοιπόν ένα τρομοκρατικό χτύπημα, με την πεποίθηση ότι μέσα από τη βία θα καταφέρουν να κινήσουν κάποια γρανάζια για να «ξυπνήσει» ο κόσμος και το σύστημα να κάνει επανεκκίνηση. Όπως αποδεικνύεται όμως, ο ένας από τους ήρωες ενδιαφέρεται μόνο για ένα ξέσπασμα ωμής βίας, η επανάσταση δεν τον αφορά καθόλου…
Πολύ επίκαιρο.
Ε, είναι του 2001.
Ακούγεται δύσκολο.
Είναι δύσκολο. Βασίζεται στο λόγο αλλά εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο να βρω τις σχέσεις κι έχω κόψει αρκετό κείμενο.
Το θέατρο δεν είναι εντελώς καινούρια κατάσταση για σας. Είχατε ξανακάνει παράσταση στο BIOS.
Ναι, με την Ελένη Ρουσσινού τη «Μικρή κατήχηση για τις κατώτερες τάξεις». Ένα πολιτικό δοκίμιο του Στρίντμπεργκ, δεν είχε ποτέ εκδοθεί, ήταν παράνομο, ένα σκληρό κείμενο.
Έχετε μια έφεση στα δύσκολα και τα σκοτεινά; Ή είναι σύμπτωση;
Όχι δεν είναι σύμπτωση. Η εποχή μας έχει ανάγκη από αλήθειες κι αν δε μιλήσουμε σκληρά, αν δε μιλήσουμε για το σκοτεινό πρόσωπο της κοινωνίας, δε θα πούμε αλήθειες.
Ας μιλήσουμε για την ταινία που σας έκανε διάσημο παγκοσμίως. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που αυτοκτόνησε. Οτιδήποτε έχει να κάνει με παιδί κι όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι ταμπού. Πόσο μάλλον ο συνδυασμός με ένα ακόμη ταμπού την αυτοκτονία.
Είναι ταμπού, έχετε δίκιο αλλά γι′ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να γίνονται ταινίες με τέτοια θέματα. Πρέπει να ανοίξουν οι κλειστές πόρτες. Αλλιώς πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της κοινωνίας; Πρέπει να δούμε τι κρύβεται κάτω από τη σκόνη.
Είναι μια πραγματική ιστορία.
Ναι, έγινε στη Γερμανία. Με συγκλόνισε. Προσπάθησα να καταλάβω γιατί ένα κοριτσάκι αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Εδώ δε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ένας ενήλικας παίρνει μια τέτοια απόφαση, πόσο μάλλον ένα παιδί. Και μάλιστα σε μια χώρα που ο δείκτης αυτοκτονιών τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει κατακόρυφα. Είναι σα να ζούμε στην εποχή του κραχ το 1929 στην Αμερική. Οι άνθρωποι βιώνουν μια μεγάλη απογοήτευση και τα βλέπουν όλα μαύρα. Από την άλλη, το σύστημα είναι πολύ πιο έξυπνο από τους ανθρώπους και τους δίνει συνεχώς στοιχεία που τους κάνουν να ελπίζουν ακόμη.
Τι σήμαινε για σας η βράβευση;
Κοιτάξτε να δείτε, ένα βραβείο στη Βενετία νομίζω πως είναι το όνειρο κάθε σκηνοθέτη. Από κει και πέρα πιστεύω πως αυτό που επιβραβεύτηκε ήταν η επιλογή μου να μιλήσω για ένα τέτοιο θέμα και ο τρόπος που το διαχειρίστηκα. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να δείξω έναν πολύ μεγάλο σεβασμό σε ανθρώπους που έχουν περάσει τέτοιες καταστάσεις. Ήθελα επίσης να είναι απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί εντάξει κάνουμε μια ταινία αλλά υπάρχουν άνθρωποι που θα το δουν και μπορεί να τους θυμίσει πράγματα που έχουν ζήσει οι ίδιοι ή έχουν αντιληφθεί στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν ανάμεσά μας και η κοινωνία οφείλει να ευαισθητοποιηθεί. Κατά τ” άλλα το βραβείο εκτός από την ηθική ικανοποίηση, ανοίγει δρόμους, φέρνει προτάσεις, πολλά σενάρια. Αυτή τη στιγμή εκπροσωπούμαι από έναν ατζέντη στην Αμερική κι έναν στην Αγγλία που μου στέλνουν πολλά.
Εσείς όμως γράφετε ένα δικό σας πάλι.
Ναι δυστυχώς!
Γιατί δυστυχώς;
Είναι επίπονο να γράφεις.
Οι πληροφορίες λένε πως είναι πολιτικό.
Σωστά λένε οι πληροφορίες. Μιλάει για την Ελλάδα της κρίσης και για τους ανθρώπους της δικής μου ηλικίας, στα 35 με 40, και πώς μας κάνανε να πιστέψουμε στο αμερικάνικο όνειρο και μετά μας το πήρανε πίσω. Αλλά έχω έτοιμο το σενάριο και για τη μεθεπόμενη ταινία που θα είναι επίσης πολιτικό.
Δηλαδή;
Θα έχει σχέση με την τρομοκρατία.
Αυτό κι αν είναι δύσκολο.
Πάρα πολύ δύσκολο αλλά η Ελλάδα και τα Βαλκάνια, όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν μια πολύ δυνατή σχέση με το θέμα. Με την Ελλάδα δεν έχει ασχοληθεί κανείς ιδιαίτερα, κινηματογραφικά τουλάχιστον, όσον αφορά στο θέμα της τρομοκρατίας και ότι υπήρξε ένας χώρος όπου οι ξένες δυνάμεις έκαναν ό,τι ήθελαν. Όπου γινόταν ένα παιχνίδι κατασκοπίας και τρομοκρατικών ενεργειών που δεν ήταν μόνο εγχώριας έμπνευσης και προέλευσης αλλά κατευθυνόμενο απ” έξω. Ένα ξέφραγο αμπέλι όπου ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Και ό,τι θέλει…
Στη Λάρισα έρχεστε;
Δυστυχώς όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελα, λόγω της δουλειάς. Αλλά θέλω να έρχομαι.
Πώς ήταν τα παιδικά χρόνια στη Λάρισα;
Ήμουν πολύ τυχερός γιατί οι γονείς μου με αγαπούσαν πολύ και είχα πολλή ελευθερία οπότε δοκίμασα πολλά πράγματα, κάναμε γκράφιτι, βλέπαμε Θεσσαλικό Θέατρο, ακούγαμε πανκ, κι όλα αυτά μου δημιούργησαν ερεθίσματα για να αναζητήσω κι άλλα πράγματα που σου στερεί το περιβάλλον της επαρχίας.
Σπουδάσατε γλυπτική.
Και μετά σινεμά στο Βερολίνο. Όπου πήγα μ” ένα πρόγραμμα erasmus κι έμεινα για επτά χρόνια.
Πώς ήταν η ζωή στο Βερολίνο;
Δύσκολη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα. Βαρύς χειμώνας, πολλές πληροφορίες, μεγάλες βιβλιοθήκες, έμπνευση. Ήταν πολύ δυνατά τα χρόνια στο Βερολίνο.
Οι Γερμανοί τι λένε για μας.
Μέχρι πριν την κρίση ήμασταν πολύ συμπαθείς. Τους ήμασταν ευχάριστοι. Για τον Γερμανό είτε είσαι Ιταλός, είτε Ισπανός, είτε Έλληνας είναι το ίδιο πράγμα. Με την κρίση άρχισαν να είναι πολύ αρνητικοί απέναντί μας. Ότι είμαστε οι τεμπέληδες και αυτοί οι δουλευταράδες που ζούμε εις βάρος τους.
Πριν λίγα χρόνια, η πρώτη σας ταινία «Without», είχε επίσης κερδίσει εφτά βραβεία, μόνο που δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες.
Αυτό που έγινε, είναι αυτό που γίνεται πολλές φορές σε όλους τους χώρους. Και στον κινηματογράφο υπάρχουν διάφορα κυκλώματα που άλλοτε βοηθούν και άλλοτε θάβουν. Δεν είναι κάτι τόσο περίεργο. Αν με ρωτάτε αν το ξεπέρασα, ναι το ξεπέρασα. Η δική μου δουλειά είναι να κάνω ταινίες και ξέρετε, δεν κάνω ταινίες για τα φεστιβάλ, αλλά για τον κόσμο. Αυτό που θέλω, είναι να πω μία ιστορία, μία αλήθεια και να φέρω ξανά τον κόσμο στις αίθουσες. Αυτή πιστεύω ότι είναι η ευθύνη μου ως σκηνοθέτης.
Πάντως, το να κάνει κάποιος κινηματογράφο και να είναι Έλληνας είναι πολύ κακός συνδυασμός…
(γελάει) Ναι, ακούγεται χάλια. Νομίζω ότι από τότε που ήρθε η κρίση ξεκαθάρισε λίγο το τοπίο όσον αφορά στο ποιοι εν τέλει είναι αυτοί που θέλουν να κάνουν πραγματικά σινεμά και ποιοι απλώς είχαν βρει ένα χώρο για να παίρνουν λεφτά. Γι′ αυτό έχει πάρει και μια καλή ροή το ελληνικό σινεμά προς τα έξω, γιατί οι νέοι έχουν την ανάγκη να μιλήσουν για καταστάσεις και πράγματα που τους απασχολούν κι έχουν βρει κι ένα ύφος που γοητεύει τους ξένους. Έχει γίνει πιο ευρωπαϊκός ο ελληνικός κινηματογράφος.
Αν δεν είχατε πάρει το λιοντάρι στη Βενετία, τι τύχη θα είχε η ταινία;
Τι να σας πω; Είναι αλήθεια πως περιμένουμε οι ξένοι να μας πουν τι είναι καλό και τι όχι. Κι ακόμη μας αρέσει και λίγο η χλιδή, τα κόκκινα χαλιά, τα βραβεία κλπ.
Την ταινία εμείς πότε θα τη δούμε;
Ευελπιστώ πως μετά τις γιορτές θα έρθει και στη Λάρισα. Το ζήτησα κι εγώ γιατί με ενδιαφέρει να τη δουν οι Λαρισαίοι αλλά είναι θέμα της feelgood. Όμως σίγουρα θα προβληθεί στο φεστιβάλ που θα κάνει η artfools το Φεβρουάριο στο Victoria.
Πάει καλά;
Πήγε καλά για ελληνική ταινία. Έκοψε 20.000 εισιτήρια. Δεν πήγε τόσο καλά όσο περιμέναμε. Στην Ιταλία πήγε πολύ καλά, τώρα θα προβληθεί και στην Αγγλία και σε επτά-οχτώ χώρες ακόμη.
Έχετε γίνει πολίτης του κόσμου πια.
(γελάει) Πλάκα έχει. Από τη Λάρισα στον κόσμο.
Για σας τι είναι επανάσταση;
Για μένα οι παλιές μέθοδοι έχουν πια ξεπεραστεί, δηλαδή οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, η τρομοκρατία έχει τελειώσει. Νομίζω ότι πια πως «επανάσταση» είναι η προσωπική ευθύνη του καθενός και η προσωπική αντίσταση. Έτσι πιθανόν θα ξανασυγκεντρωθούν οι άνθρωποι, θα αποκτήσουν πάλι συλλογική συνείδηση. Αλλά είναι σχεδόν ουτοπικό γιατί ο λαός χειραγωγείται. Το σύστημα έχει και τα μέσα και τη γνώση να το κάνει αυτό.
Τι θα ευχόσασταν για τη νέα χρονιά;
Να χαμογελάμε. Ο καθένας να έχει ένα λόγο να χαμογελάει που να του δίνει δύναμη να συνεχίσει.