
«Εγώ πήγα λίγο στο πιο «βρώμικο» κομμάτι, αυτό που έχει να κάνει με την νύχτα, τα νυχτερινά κέντρα και τα κλαρίνα της Ομόνοιας που δεν υπάρχουν πια. Έχει μια αίσθηση από ανάμνηση, αισθάνεσαι σαν να πας λίγο πίσω»
Συνέντευξη στην Μαριάννα Μανωλοπούλου
Φωτ. Julian Mommert
Ένα ιδιαίτερο μουσικό ταξίδι σε ένα επαρχιακό κέντρο διασκέδασης περασμένων δεκαετιών θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν όσοι θα βρεθούν στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις 17 έως τις 20 Νοεμβρίου 2021. Η ανατρεπτική «παράσταση» «ENA ENA» από τον Λαρισαίο Θανάση Δεληγιάννη θα μας φέρει αντιμέτωπους με μια μπάντα, μια τραγουδίστρια, έναν σερβιτόρο και μια κάμερα ασφαλείας δίνοντας ζωή στον κόσμο της παράστασης, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους και με το κοινό.
Η μουσική που παίζουν είναι ένα μικροτονικό αμάλγαμα των ελληνικών κλαρίνων των δεκαετιών 1970-90, αναμειγμένο με αυτοσχέδια μέρη, ηλεκτρονική μουσική και ηχογραφήσεις πεδίου, κάνοντας χρήση της έντονα «ενισχυμένης» αισθητικής αυτής της εποχής – ένα αλλόκοτο πανηγύρι.
Η πρεμιέρα του έργου έγινε στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας με μεγάλη επιτυχία και έρχεται τώρα στην Αθήνα για να φέρει ένα τόνο από μια περασμένη εποχή.
Ο συνθέτης Θανάσης Δεληγιάννης μιλάει στη larissanet για την παράσταση που θα συζητηθεί.
Τι ακριβώς θα δούμε στην «παράσταση»;
Το «ΕΝΑ ΕΝΑ» αποτελεί μια παράσταση ή συναυλία ή εγκατάσταση ή ίσως και τα τρία μαζί. Θα λέγαμε πώς έχει κάτι υβριδικό, αυτό που το κοινό θα δει ή θα ακούσει είναι μια εμπειρία, μια συνθήκη διαφορετική που θα το κάνει να συμμετέχει με τον τρόπο του.
Γιατί η παράσταση έχει το συγκεκριμένο όνομα;
O τίτλος του έργου έχει διαφορετικές ερμηνείες, σίγουρα συνδέεται με τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια αυτής της εμπειρίας όπως το ένα ένα κεραμίδι ή πήγαν τα χρόνια μου χαμένα ένα ένα. Πέρα από αυτό υπάρχει ο αναδιπλασιασμός σχεδόν παντού, είναι κάτι που το ακούμε στα πανηγύρια συνέχεια, μια ιδέα του αναδιπλασιασμού ως προς το “είναι” μέσα στην παράσταση. Υπάρχει το βήμα βήμα, το ένα ένα στο χρόνο. Πρόκειται για ένα τίτλο που μπορείς να τον δεις από πολλές πλευρές από αυτή που εσένα σου «μιλάει» περισσότερο.
Η παρουσία των ερμηνευτών υπερβαίνει την συμβατική τους λειτουργία. Τι σημαίνει αυτό για την παράσταση;
Είμαστε μια ομάδα που προέρχεται από τελείως διαφορετικά μετερίζια αυτό που δημιουργήθηκε δεν είναι ούτε ένα πανηγύρι ατόφιο ούτε μια παράσταση. Ο ρόλος του καθενός μετατοπίζεται, ανά πάσα στιγμή μπορεί κάτι να αλλάξει εντελώς.
Ποιες είναι οι οπτικές από τις οποίες καλείται να περάσει το κοινό;
Η παράσταση «ENA ENA» αφορά τις επιφάνειες των αναμνήσεων, οι οποίες βρίσκονται η μία πάνω στην άλλη. Όταν μπαίνεις σε μια αίθουσα που από την αρχή αυτό που βλέπεις είναι ότι θα κάτσεις σε ένα τραπέζι όπως και σε ένα πανηγύρι, υπάρχει μια μπάντα που παίζει, μια τραγουδίστρια, ένας σερβιτόρος, μια κάμερα που βλέπει τα πάντα ήδη αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς τα πάντα και φυσικά πώς κάποιος σε παρακολουθεί. Το κοινό δηλαδή καλείται να περάσει από οπτικές που μεταβάλλονται: από το να είναι θεατές, στο να είναι θέαμα ο ένας για τον άλλον/-η, στο να είναι αυτοί που παρακολουθούνται. Όποιος έρθει να δει την παράσταση θα πρέπει να έχει πολύ ανοιχτές προσδοκίες, θα ήθελα πολύ να μου πει κάποιος τί είναι αυτό που πραγματικά βλέπει μια συναυλία, μια παράσταση, πώς το ορίζει άραγε τελικά ο θεατής. Σε κάθε περίπτωση αν είναι συναυλία δεν μιλάμε μόνο για τη μουσική του πανηγυριού που είναι η βάση μας. Μετά από αυτό υπάρχει μια μετατόπιση, μια απόσταση έτσι, και με την συνθήκη του πανηγυριού, τον χώρο δηλαδή κάτι το ανατρεπτικό συμβαίνει. Είναι σαν να βγαίνεις να παρακολουθήσεις σύγχρονο θέατρο αλλά από την άλλη δεν είναι ένα «παραδοσιακό» θέαμα.
Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη δημιουργία της «παράστασης»;
H πανδημία ήταν κάτι που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε γιατί η ομάδα είναι διεθνής, δεν ζούμε όλοι στην ίδια χώρα. Κάποιοι ζουν Ελλάδα, άλλοι στην Ολλανδία στο Άμστερνταμ και στην Κοπεγχάγη. Για να βρεθούμε λοιπόν στην Ελλάδα έπρεπε οι μουσικοί μας που προέρχονται από ένα background που είναι περισσότερο jazz και ελεύθερου αυτοσχεδιασμού να συγκεντρωθούν εν μέσω πανδημίας. Αυτή η απόσταση που δημιουργήθηκε και δημιουργείται έχει ένα ενδιαφέρον παρότι προκλήθηκαν δυσκολίες. Στην αρχή είχαμε διαφορετικό πρόγραμμα που τελικά το προσαρμόσαμε, μας άλλαξε το στυλ των προβών, μας πήρε περισσότερο χρόνο να δημιουργηθεί κάτι που πιστεύω το βοήθησε συνολικά το έργο. Πειραματιστήκαμε όμως, με τη συνθήκη, μουσικά και παραστατικά.
Πώς αποφασίσατε το συγκεκριμένο concept;
Εδώ και πολλά χρόνια ερευνώ την παράδοση, μεγάλωσα άλλωστε σε ένα πιο παραδοσιακό κόσμο. Ξεκινώντας από την προσωπική εμπειρία και το ηχητικό της αποτύπωμα, με προσέλκυσε το πανηγύρι της δεκαετίας του ‘80. Στην πορεία της έρευνάς μου μελέτησα μια μεγάλη σειρά ηχογραφήσεων, φωτογραφιών και βιντεοσκοπημένων εκδηλώσεων, ανακαλύπτοντας έναν πλούσιο κόσμο παραλλαγών.
Το υπαίθριο πανηγύρι και η μεταφορά του στους κλειστούς χώρους των κλαριτζίδικων στις πόλεις δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η παραδοσιακή μουσική πήρε έναν καινούριο δρόμο. Αφομοιώνοντας σταδιακά τις δυνατότητες της ενίσχυσης που έφερε το ηλεκτρικό ρεύμα, συγκροτήθηκε μια νέα αισθητική, τόσο στην εκτέλεση όσο και στην πρόσληψη αυτής της μουσικής. Υβριδική στην αρχή της, πιστεύω ότι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα παραγνωρισμένο και παρεξηγημένο τμήμα της ζωντανής παράδοσης της λαϊκής τέχνης.
Εγώ πήγα λίγο στο πιο «βρώμικο» κομμάτι, αυτό που έχει να κάνει με τη νύχτα, τα νυχτερινά κέντρα και τα κλαρίνα της Ομόνοιας που δεν υπάρχουν πια. Έχει μια αίσθηση από ανάμνηση, αισθάνεσαι σαν να πας λίγο πίσω.
Τι το ανατρεπτικό έχει η παράσταση;
Ο τρόπος που φτιάχτηκε σίγουρα, ερευνήσαμε, μελετήσαμε, δοκιμάσαμε, τα βάλαμε μαζί στο χώρο και το χρόνο και φτιάχτηκε ένα έργο, το οποίο και εμάς μας δυσκολεύει να το κατονομάσουμε αλλά αισθάνομαι ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Εξαρτώνται βέβαια και οι προσδοκίες που έχει ο καθένας που έρχεται να την δει, κάποιος μπορεί να έρχεται από το κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής, άλλος από την κλασσική, από το κομμάτι του θεάτρου και άλλος απλά να ζήσει μια εμπειρία.
Περιγράψτε μας μια δυνατή στιγμή της ομάδας κατά τη διάρκεια του έργου.
Όταν καταφέραμε να συναντηθούμε πρώτη φορά μέσα από τις δυσκολίες χάρηκα απίστευτα. Όταν κάναμε το πρώτο πέρασμα μετά την έρευνα και κάπως εμφανίστηκε ένα έργο μπροστά μας από εκεί που υπήρχαν όλα τα άγχη, η πανδημία και η απόσταση. Όμως μέσα από την πολύ δουλειά και εκεί που νομίζεις ότι κάτι σου διαφεύγει κάνεις ένα βήμα πίσω βλέπεις τι έχεις κάνει. Τη στιγμή που μπουν όλα αυτά μαζί και ανακαλύπτεις ότι κάτι πραγματικά όμορφο αναδύεται.
Μελλοντικά σχέδια και στόχοι;
Συζητάμε για μια μικρή περιοδεία στην Ευρώπη και να επαναφέρουμε το έργο στην Ελλάδα μέσα στο 2022 και εκτός Αθήνας. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο ημερομηνίες λόγω πανδημίας. Θα θέλαμε να δοκιμαστεί το έργο και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ήδη έχουμε παίξει στην Ουτρέχτη. Είμαστε πολύ χαρούμενοι από την πρώτη παράσταση γιατί είδαμε ότι το έργο λειτουργεί ακόμη και σε κοινό που δεν έχει ανάλογα «ελληνικά» βιώματα. Ήταν εξ αρχής σχεδιασμένο έτσι το έργο και εμείς έχουμε κρατήσει βασικές αρχές για να είναι για «όλους». Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος με την πρώτη παράσταση, με την μουσική και με την τραγουδίστρια. Ανυπομονούμε για τις επόμενες παραστάσεις. Κάτι πολύ σημαντικό για εμάς είναι το μαζί, με τα υγειονομικά μέτρα κάπως το γλέντι πάει να μουδιάσει, αλλά εμείς προσπαθούμε να δώσουμε το καλύτερο δυνατό. Η αλληλεπίδραση με τους μουσικούς είναι κάτι που δίνει ζωή στην παράσταση.
Ποιος είναι ο Θανάσης Δεληγιάννης
Ο Θανάσης Δεληγιάννης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1983 και μεγάλωσε σε οικογένεια παραδοσιακών μουσικών. Από το 2007 ζει στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Την περίοδο 2017-19 υπήρξε artist in residence στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής Gaudeamus (Ουτρέχτη), στο πλαίσιο του προγράμματος Nieuwe Makers του Performing Arts Fund NL. Έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Heiner Goebbels (Manchester International Festival 2018) και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου (Tanztheater Wuppertal – Pina Bausch company 2017-18), καθώς και με μουσικά σύνολα στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Έχει διατελέσει βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή του Nieuwe Ensemble (2011-14) και καλλιτεχνικός συντονιστής του εργαστηρίου διαπολιτισμικής μουσικής Atlas Lab (2011-16), ενώ από το 2018 διδάσκει στο Conservatorium van Amsterdam.
Το 2013 συνίδρυσε στην Ολλανδία την ομάδα I/O, με κύριο ενδιαφέρον τη δημιουργία διαμεσικών έργων.
To Ι/Ο, με έδρα το Άμστερνταμ της Ολλανδίας, αποτελείται από μια ομάδα καλλιτεχνών, οι οποίοι δημιουργούν crossover παραστάσεις με ιδιαίτερη εστίαση στον ήχο. Το έργο τους συνδυάζει τις νέες τεχνολογίες με την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών τεχνών. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του Ι/Ο είναι η διερεύνηση υβριδικών παραστατικών μορφών και ο συνεχής επαναπροσδιορισμός του διαλόγου ανάμεσα στο κοινό και το έργο τέχνης. Κύρια μέλη της ομάδας είναι οι Θανάσης Δεληγιάννης, Roelof Pothuis, David Jonas, George Dumitriu, Kaja Draksler και Δανάη Μπελοσίνωφ.