
«Η άνοδος της Ακροδεξιάς οφείλεται πρώτα από όλα στα ελλείμματα της ίδιας της δημοκρατίας, στην κρίση αντιπροσώπευσης, στην αναξιοπιστία του κομματικού συστήματος, στη διεύρυνση των ανισοτήτων και στις νέες ανασφάλειες και επισφάλειες των τελευταίων χρόνων»
Συνέντευξη στον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο
Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ή Killah P, όπως ήταν γνωστός ως ράπερ, από το μέλος της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, Γιώργο Ρουπακιά. Η δολοφονία αποδόθηκε σε πολιτικά κίνητρα, οι ανακρίσεις ενέπλεξαν και άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής και ήταν η αφορμή για περαιτέρω έρευνες για ποινικά αδικήματα. Στην εξέλιξη των ερευνών, μεταξύ των προφυλακισμένων συμπεριλήφθηκαν και βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Η υπόθεση της ανθρωποκτονίας του Φύσσα εκδικάστηκε μαζί με άλλες υποθέσεις στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Έτσι, στις 7 Οκτωβρίου 2020 ο Ρουπακιάς κρίθηκε ένοχος, μαζί με άλλα 15 ηγετικά και άλλα μέλη της οργάνωσης, η οποία χαρακτηρίστηκε ομόφωνα από το δικαστήριο εγκληματική. Στις τελευταίες εκλογές βέβαια, παρατηρήσαμε την είσοδο πολλών νέων ακροδεξιών κομμάτων, όπως για παράδειγμα τους Σπαρτιάτες, ενώ πανευρωπαϊκά η άνοδος της ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια προβληματίζει. Έμαθε κάτι η ελληνική κοινωνία από τη δολοφονία Φύσσα; Mε ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο της ακροδεξιάς σήμερα; Και ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης; Για τα παραπάνω, μιλήσαμε τον κ. Ξενοφών Κοντιάδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου, δικηγόρο και συγγραφέα του βιβλίου «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Τόπος».
Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:
Κύριε Κοντιάδη σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Θέλετε να μας συστήσετε το βιβλίο σας που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος», των Εκδόσεων «Τόπος»;
Πρόκειται για την ιστορία του Παύλου Φύσσα και της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, μια αφήγηση που εκδιπλώνεται ακολουθώντας τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της. Ταυτόχρονα μια ιστορία που πηγαίνει πίσω στον χρόνο, φτάνοντας μέχρι τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το ακροδεξιό παρακράτος, ακριβώς πενήντα χρόνια νωρίτερα. Εκείνο το βράδυ του Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη και η νύχτα στην Αμφιάλη τον Σεπτέμβριο του 2013 όπως τις έζησαν τα θύματα και οι θύτες. Ο σχεδιασμός των δολοφονιών, ο εκφοβισμός, οι θανατηφόρες επιθέσεις εναντίον μεταναστών και συνδικαλιστών, οι απόπειρες συγκάλυψης, το παιχνίδι με το βαθύ κράτος, η σπαρακτική κραυγή της Μάγδας Φύσσα «Γιε μου, τα κατάφερες», η νίκη απέναντι στον φόβο, η αγωνία για την επόμενη μέρα. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς ως ένα πολιτικό και δικαστικό θρίλερ, βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα.
Η ιστορία του βιβλίου μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο και στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Τελικά οι λύκοι επιστρέφουν;
Υπάρχει μια σειρά από γεγονότα που επιβεβαιώνουν τη βίαιη επιστροφή της Ακροδεξιάς, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί στην Ελλάδα μια ειδική περίπτωση σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, η οποία επίσης ενισχύεται επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Η δολοφονία του Πακιστανού μετανάστη Σιζάρ Σαφτάρ στις 8 Αυγούστου είναι ένα από αυτά τα γεγονότα, είδαμε όμως αυτές τις μέρες και τη δράση των παρακρατικών – ακροδεξιών πολιτοφυλάκων στον Έβρο, με την παρότρυνση και την πολιτική κάλυψη στελεχών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Όλα αυτά είναι σημάδια ότι οι λύκοι επιστρέφουν.
Δέκα χρόνια μετά, με τη Χρυσή Αυγή να έχει καταδικαστεί, με τα περισσότερα στελέχη της στη Φυλακή, παρ’ όλα αυτά είδαμε στις τελευταίες εκλογές, την είσοδο πολλών νέων ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή. Επίσης μια ακραία ρητορική μίσους σε πολλά επίπεδα συνεχίζει να υπάρχει στην κοινωνία. Έμαθε κάτι η ελληνική κοινωνία από τη δολοφονία Φύσσα;
Η στρατηγική της Χρυσής Αυγής πριν από δέκα χρόνια ήταν να χτυπάει τα στοχοποιημένα θύματά της αφήνοντας πίσω τη σφραγίδα της και όχι κρυπτόμενη. Το είδαμε στις επιθέσεις κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών και κατά των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, το είδαμε στις δεκάδες επιθέσεις κατά μεταναστών. Αν δεν είχε συλληφθεί στον τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα ενδεχομένως η πορεία της Χρυσής Αυγής να ήταν εντελώς διαφορετική. Φοβάμαι ότι, με ευθύνη και κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, η Ακροδεξιά ξαναβγαίνει στους δρόμους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους άστοχους και αλυσιτελείς χειρισμούς ως προς τον αποκλεισμό του Κασιδιάρη από τις βουλευτικές εκλογές ή τον μη αποκλεισμό του από τις αυτοδιοικητικές, αλλά ιδίως σε έναν πολιτικό λόγο ο οποίος έμμεσα νομιμοποιεί την ακροδεξιά ρητορεία.
Mε ποιο τρόπο πιστεύετε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο της ακροδεξιάς σήμερα;
Η άνοδος της Ακροδεξιάς οφείλεται πρώτα από όλα στα ελλείμματα της ίδιας της δημοκρατίας, στην κρίση αντιπροσώπευσης, στην αναξιοπιστία του κομματικού συστήματος, στη διεύρυνση των ανισοτήτων και στις νέες ανασφάλειες και επισφάλειες των τελευταίων χρόνων. Έχει τεθεί το ερώτημα αν ο εκλογικός αποκλεισμός κομμάτων αποτελεί τη σωστή μέθοδο για την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς και των νεοναζιστικών μορφωμάτων. Βλέπουμε ότι ακόμη και σε χώρες που έχουν κατοχυρώσει συνταγματικά το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, στην πράξη η απαγόρευση κομμάτων έχει εγκαταλειφθεί. Τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού, αντισυστημικού και ρατσιστικού λόγου.
Κλείνοντας κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες πραγματοποιούνται πορείες σε όλη τη χώρα και παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια, παρατηρούμε πως υπάρχει συμμετοχή. Νέοι άνθρωποι που δείχνουν να μην ξεχνούν ούτε τον Παύλο Φύσσα, ούτε τα υπόλοιπα θύματα των φασιστικών επιθέσεων. Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης;
Κάθε αφήγηση είναι ένα αίτημα και μια άσκηση μνήμης. Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από εκείνη τη νύχτα που έφυγε ο Παύλος Φύσσας. Δέκα χρόνια από τον λεγόμενο ελληνικό Σεπτέμβριο της Χρυσής Αυγής. Είναι σημαντικό ότι νέοι άνθρωποι δείχνουν να μην ξεχνούν ποιος ήταν, πώς έζησε, πώς έφυγε, ιδίως όμως ποιοι ήταν οι δολοφόνοι του. Υπάρχει και κάτι άλλο που με ώθησε να συνδέσω μέσα στο βιβλίο την περιγραφή της δολοφονίας και των τελευταίων στιγμών του βουλευτή της Αριστεράς, πρωταθλητή του στίβου, γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη με τη δολοφονία του Παύλου: Μια αποστροφή του λόγου του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε πει πριν από 3-4 χρόνια, «Ποιος θυμάται τώρα τον Γρηγόρη Λαμπράκη;». Και με τρόμο σκέφτηκα ότι αυτή τη φράση θα μπορούσε ίσως μετά από λίγα χρόνια να την εκστομίσει ένας επόμενος πρωθυπουργός για τον Παύλο Φύσσα. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στη μνήμη ως αίτημα.